- συμπαράληψις
- συμπαράληψιςcalling infem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπαράληψις — ήψεως, ἡ, ΜΑ [συμπαραλαμβάνω] μσν. συνδυασμός αρχ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συμπαραλαμβάνω*, η επί πλέον λήψη … Dictionary of Greek
συμπαραλήψει — συμπαράληψις calling in fem nom/voc/acc dual (attic epic) συμπαραλήψεϊ , συμπαράληψις calling in fem dat sg (epic) συμπαράληψις calling in fem dat sg (attic ionic) συμπαραλαμβάνω take along with fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαράληψιν — συμπαράληψις calling in fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαραλήψεως — συμπαραλήψεω̆ς , συμπαράληψις calling in fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαραλήψῃ — συμπαραλήψηι , συμπαράληψις calling in fem dat sg (epic) συμπαραλαμβάνω take along with fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)